Οι μυλόπετρες της κατάθλιψης αλέθουν την ανθρώπινη ψυχή

Όλο και περισσότεροι φθάνουν στο γραφείο άνθρωποι σαν όλους, που μοιάζουν κατάκοποι κυριολεκτικά αλεσμένοι από τις μυλόπετρες αυτού του ζωντανού θανάτου, της κατάθλιψης.

“..άνθρωποι σαν όλους, κατάκοποι κυριολεκτικά αλεσμένοι από τις μυλόπετρες αυτού του ζωντανού θανάτου, της κατάθλιψης.

Η λέξη κατάθλιψη προέρχεται από το ρήμα καταθλίβω, που σημαίνει συμπιέζω κάτι μέχρι να το συντρίψω. Έτσι σύνοδες λέξεις που συνήθως λέει αυτός που υποφέρει όταν ζητάει κανείς να περιγράψει την αίσθησή του, είναι βάρος, ψυχοπλάκωμα στο στήθος, σαν να μην του φτάνει η αναπνοή του, ή πάλι σαν να εκπνέει και δεν βγάζει όλο τον αέρα, ατονία, αίσθηση κούρασης με τη παραμικρή ενασχόληση, σηκώνεται από τον ύπνο κουρασμένος, απουσία ενδιαφέροντος, αίσθηση ματαιότητας, μοναξιά, απελπισία, φόβος, απογοήτευση και άγχος που συνήθως πνίγει και πνίγεται.
Τα αίτια μπορεί να είναι ενδογενή και να αναφέρονται στην ιστορία του ατόμου, (τραυματικές εμπειρίες, κακοποίηση, συναισθηματική παραμέληση, εγκατάλειψη, απώλειες κ.α.) και εξωγενή δηλαδή περιβαλλοντικοί – κοινωνικοί παράγοντες που σε συνδυασμό με τα παραπάνω ενεργοποιούν την διαταραχή της διάθεσης όπως περιγράψαμε.
Η συγκυρία της κρίσης , πολιτικής, οικονομικής, περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εν τέλει ανθρωπιστικής που όλοι βιώνουμε μας απειλεί και η ανασφάλεια είναι πια πλέον διάχυτη καθώς το φαντασιακό πλαίσιο μιας συνεχούς και συνεχιζόμενης σταθερότητας και εξέλιξης όπως την είχαμε πρωτίστως φανταστεί και μάθει έχει αποσαθρωθεί. Μαζί με την κατάργηση του δομικού πλαισίου πάνω στο οποίο στηρίζονται τα όνειρα, οι επιθυμίες και οι επιδιώξεις αποδυναμώνεται η άμυνα του οργανισμού, και της κοινωνίας. Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες αποτελούν την μια μυλόπετρα, οι ανάγκες του ατόμου/οργανισμού/κοινωνίας την άλλη. Ανάμεσα σ’ αυτές τις μυλόπετρες συνθλίβεται κάθε οργανισμός (άτομο-κοινωνία) που δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες (ανάγκη για εργασία, τροφή, στέγη )και εν συνέχεια τα όνειρα και τις επιθυμίες του για αυτοπραγμάτωση.
Το άτομο κουρασμένο από αυτήν την άνιση μάχη σιγά-σιγά παραιτείται, αποσύρεται και κλείνεται στον δυσβάστακτο κόσμο του. Κάθε παραίνεση, κάθε προτροπή από το περιβάλλον του ηχεί στα αυτιά του ως μια ακόμη ματαίωση αφού νιώθει πως δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις προτροπές να το ξεπεράσει. Έτσι σιγά σιγά το περιβάλλον νιώθει κι αυτό ανήμπορο να καταλάβει, να βοηθήσει κι έπειτα ίσως θυμώνει μαζί του, που δεν προσπαθεί. Φοβάται και θυμώνει. Πολλές φορές ο ασθενής στοχοποιείται και χαρακτηρίζεται ως τεμπέλης και θύμα. Τούτο το τελευταίο είναι και το πιο εύκολο, δηλαδή είναι ευκολότερο να πούμε «είναι καταθλιπτικός, φοβάται την ζωή, είναι θύμα, δεν κάνει τίποτε» παρά να πούμε το πεδίο της οικογένειας είναι δυσλειτουργικό, κι ακόμα το κοινωνικό πεδίο είναι άρρωστο. Ίσως φαίνεται δυσνόητο αυτό το τελευταίο, μα σκεφτείτε μια στιγμή όταν ένα λουλούδι μαραίνεται δεν ψάχνετε την αιτία στο λουλούδι, εξετάζετε το χώμα, το φως, το νερό, το περιβάλλον με άλλα λόγια. Δεν λέει κανείς πως το λουλούδι φταίει. Για την κατάθλιψη έχουν γραφεί πολλά , σκοπός του άρθρου είναι να φωτίσει τον άνθρωπο που υποφέρει και όχι την ασθένεια. Μπορείτε να βρείτε πολλές συμβουλές για το τι να κάνει ο ασθενής και πως. Τα περισσότερα είναι έτσι όπως παρουσιάζονται, το πρόβλημα είναι όμως ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο από αυτό που μπορεί. Για σκεφτείτε λοιπόν, εσάς και τις δυνατότητες που νιώθετε πως έχετε, με λίγα λόγια τι μπορείτε και τι δεν μπορείτε. Σκεφτείτε, μπορείτε να κάνετε κάτι περισσότερο από αυτό που μπορείτε; H απάντηση είναι προφανής μπορείτε να κάνετε κάθε φορά αυτό που νιώθετε πως μπορείτε, έτσι και ο ασθενής κάνει το περισσότερο που μπορεί.
Οι άνθρωποι (όταν υπάρχουν) του περιβάλλοντος κάνουν κι αυτοί ότι μπορούν, με τον καλύτερο τρόπο, από αυτό που ξέρουν, γιατί τι διαφορετικό μπορεί να κάνει κανείς εκτός από αυτό που ξέρει; Είναι πράγματι σκληρό να συνειδητοποιεί κανείς πως δεν μπορεί να βοηθήσει τον δικό του άνθρωπο κάνοντας αυτό που ξέρει. Πιθανά να νιώσει κι ο ίδιος ανήμπορος, με αυτή του όμως την επίγνωση έχει ήδη κάνει μια μεγάλη αποδοχή, και τώρα είναι ήδη πιο κοντά σε αυτό που νιώθει ο ασθενής. Ήδη συναισθάνεται τον άνθρωπό του, κι αυτή η συναίσθηση παίρνει όλο και μεγαλύτερο χώρο μέχρι που μπορεί να γίνει βαθύτερη κατανόηση για τον ίδιο και τους φυσικούς του περιορισμούς. Όσο λοιπόν σημαντικό είναι για τον φροντιστή να καταλάβει ότι είναι εντάξει να μην μπορεί άλλο τόσο σημαντικό είναι για τον ασθενή να νιώσει πως είναι εντάξει και για αυτόν. Κι αυτό, γιατί πρέπει να θυμόμαστε πως κι ο ασθενής δεν θέλει να υποφέρει.

Η ελπίδα βλασταίνει στο έδαφος της αποδοχής 

Μέχρι τώρα επιλέξαμε να εστιάσουμε στο αναντίρρητο γεγονός ότι ο ασθενής θέλει να μην υποφέρει και δεν μπορεί. Νιώθει ακινητοποιημένος και βυθίζεται σε ένα σπιράλ απαξιωτικών σκέψεων και συναισθημάτων ανάμεσα στην απελπισία και την λύπη. Η κινητοποίηση ακόμη αργεί. Ζητείται ελπίδα. Η ενστάλαξη της ελπίδας σε τούτο το μαύρο φόντο μοιάζει αδύνατη, κάθε προτροπή από το περιβάλλον για κίνηση ερμηνεύεται από τον ασθενή ως μια ακόμη επιβεβαίωση της αδυναμίας του.
Η ασθένεια είναι κατά μία έννοια ο αντίποδας της ζωής, της κίνησης. Είναι ένας ζωντανός θάνατος και κάθε θάνατος χρειάζεται χρόνο, χρόνο και χώρο για πένθος. Η κατάθλιψη είναι ένας τρόπος του οργανισμού να πενθήσει, την απώλεια σε όποια της μορφή (θάνατος, διαζύγιο, απόλυση, υγεία, κάθε τραύμα, κάθε πληγή). Είναι ένας κύκλος που μπορεί να επαναλαμβάνεται σε διαφορετική ένταση και διάρκεια. Ο ασθενής (και το περιβάλλον του) μοιάζει να ακολουθεί μια περιστρεφόμενη, κατά τον άξονά της, πόρτα και ενώ φαίνεται να κινείται σκεπτόμενος τα ίδια και τα ίδια, ουσιαστικά να μην μετακινείται έξω από τούτο το μοτίβο.

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά τι κινεί το μοτίβο, αυτή την επανάληψη και πως το κάνει. Συνήθως οι σκέψεις αναξιότητας κρύβουν και την απαίτηση του ασθενούς να μην είναι ευάλωτος, την υποχρέωση να μπορεί να τα καταφέρνει πάντα. 
«Πως μου συνέβη εμένα αυτό;» 
« Εγώ δεν ήμουν έτσι, πως κατάντησα »
Η εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στον εαυτό που απορρίπτει και τον εαυτό που απορρίπτεται μαίνεται, τροφοδοτώντας το σπιράλ της απογοήτευσης, της λύπης, της παραίτησης.


Μοιάζει αυτή η σύγκρουση να καθρεφτίζεται και στο περιβάλλον με τις απαιτήσεις για άμεση βελτίωση. «Είσαι δυνατός, θα τα καταφέρεις, σήκω κάνε κάτι, σταμάτα την αυτολύπηση, δεν ήσουν έτσι εσύ, κ.α.»
Ο ασθενής δεν μπορεί να δει τα στηρίγματα και τις ευκαιρίες για στήριξη που του παρέχονται και διαρκώς ματαιώνει και ματαιώνεται. Η ματαίωση των προσπαθειών για στήριξη από το περιβάλλον, φέρνει θυμό κι απογοήτευση στον ίδιο και τους οικείους του. Ζητείται ελπίς. Η ελπίδα βλασταίνει στο έδαφος της αποδοχής. Είναι κρίσιμο να στηριχτεί ο ασθενής με τρόπο που να αποδέχεται πως όλο αυτό τον υπερβαίνει την δεδομένη στιγμή, και αυτό είναι εντάξει. 

«Είναι εντάξει να νιώθεις ότι δεν μπορείς, είναι εντάξει να μην μπορείς. Επίσης είναι εντάξει να μην μπορώ να σε βοηθήσω με τον τρόπο που χρειάζεσαι, μπορεί όμως να σε βοηθήσει ένας ειδικός με τρόπο που εγώ δεν γνωρίζω. Κι όπως όταν αρρωσταίνει κανείς καταφεύγει στον γιατρό για θεραπεία, έτσι μπορείς με το ίδιο σκεπτικό να απευθυνθείς σε ειδικό της ψυχικής υγείας.»

Πολλές φορές η υποτίμηση της ασθένειας, η άρνησή της δεν έρχεται μόνο από τον ασθενή αλλά και από τους συγγενείς. Ο φόβος, η ντροπή, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις οδηγούν τους ανθρώπους που περιβάλλουν τον ασθενή να κινούνται και οι ίδιοι σε μια κλειστή γυάλα. Τροφοδοτούν άθελά τους τον κύκλο της ασθένειας που περιγράψαμε πιο πάνω, επαναλαμβάνοντας το μοτίβο του ασθενούς, ότι δηλαδή μόνοι τους θα τα καταφέρουν αποφεύγοντας για τους πιο πάνω λόγους, να πάρουν στήριξη από το ευρύτερο περιβάλλον δηλαδή από έναν ειδικό, ακριβώς όπως αποφεύγει να πάρει στήριξη ο ασθενής από αυτούς. Κάθε ψυχολόγος, ψυχίατρος, ψυχοθεραπευτής δεσμεύεται από το απόρρητο, η εχεμύθεια δημιουργεί ένα πλαίσιο ασφάλειας που όλοι χρειαζόμαστε για να εμπιστευτούμε.
Αρκετοί άνθρωποι περνούν από καταθλιπτικές περιόδους ξανά και ξανά και φαίνεται να τα καταφέρνουν μόνοι τους. Η ένταση και η συχνότητα ορίζουν την κατάθλιψη ως διαταραχή της διάθεσης του ατόμου. Χωρίς προφανείς λόγους, η έλλειψη διάθεσης, η στεναχώρια, η τάση για απόσυρση, εμφανίζονται τις γιορτές, την Άνοιξη, το φθινόπωρο, τις Κυριακές, το σούρουπο. Αυτά είναι μερικά σημάδια που χρειάζεται κανείς να εξερευνήσει, χωρίς να σημαίνει ότι βιώνει καταθλιπτικό επεισόδιο. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως είμαστε, πως λειτουργούμε δηλαδή ως ένα σύστημα αλληλεπιδράσεων του οργανισμού με το περιβάλλον. Η επίγνωση της λειτουργίας μας σε σχέση με το περιβάλλον, (εσωτερικό και εξωτερικό) αλλάζει και την αντίληψή μας για αυτό που λέμε Εαυτό. Μπορούμε να διευρύνουμε την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας και επομένως να μπορούμε να υπάρξουμε με έναν πιο ευρύ και ελεύθερο τρόπο. Αυτός ο δρόμος της επίγνωσης, είναι ο δρόμος της ψυχοθεραπείας.
Η ψυχοθεραπεία με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή μπορούν να δώσουν στον ασθενή την ελπίδα και την σοφία να καταλάβει τον εαυτό του, δίνοντας ο ίδιος νόημα σε όλη του την εμπειρία. 

*Ο Παύλος Κουτρουφίνης είναι Σύμβουλος ψυχ. Υγείας – Ψυχοθεραπευτής εκπαιδευμένος στην Gestalt, ζει και εργάζεται στο Ναύπλιο

Γράφει ο / η: